κτηνάνθρωπος

κτηνάνθρωπος
και χτηνάνθρωπος, ο
άνθρωπος που έχει ένστικτα, διαθέσεις και εκδηλώσεις κτήνους, απάνθρωπος και σκληρός ή ακόλαστος και ασελγής, ανθρωπόμορφο κτήνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κτηνάνθρωπος — ο ο άνθρωπος που έχει ένστικτα και διαθέσεις κτήνους, ο απάνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζωάνθρωπος — ο 1. αυτός που πάσχει από ζωανθρωπία 2. μτφ. κτηνάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Δ. Γρ. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • υπάνθρωπος — ο άνθρωπος δίχως στοιχειώδη ανθρωπιά, άνθρωπος κατώτερος ηθικά, κτηνάνθρωπος: Βαρβαρότητες κάνουν οι υπάνθρωποι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”